σίφλωμα

σίφλωμα
σίφλ-ωμα, ατος, τό,
A sponginess, loose structure, Eust.972.41.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σίφλωμα — ώματος, τὸ, ΜΑ σπογγώδης υφή ή, κατ άλλους, αναπηρία ή σωματικό ελάττωμα, κουσούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφλός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος). Για τη σημ. βλ. λ. σιφλός] …   Dictionary of Greek

  • σιφλώματος — σίφλωμα sponginess neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιφλός — ή, όν, ΜΑ μσν. 1. (ως λυκία λ.) α) μαλακός, απαλός, σπογγώδης («νάρθηξ τὰ ἐντὸς σιφλός», Ευστ.) β) (για πρόσ.) «ῥάθυμος καὶ οὐκ ἐνεργός» 2. μτφ. (για πρόσ.) ο ανάξιος εμπιστοσύνης αρχ. 1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη ή ελάττωμα σε ένα μέλος ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”